υποκοίλιο

υποκοίλιο
το / ὑποκοίλιον, ΝΜΑ
υπογάστριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κοιλία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπογάστριο — το 1. η κατώτερη περιοχή της κοιλιάς, το υποκοίλιο, το προκοίλι: Κλοτσιά στο υπογάστριο. 2. καθένα από τα μακρουλά ξύλα που υποστηρίζουν τη γάστρα πλοίου έτοιμου για καθέλκυση, επιτροπίδιο. 3. μτφ., ευπαθές, ευπρόσβλητο μέρος: Το υπογάστριο της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”